Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Αλληλογραφία


Κάθε προτελευταίο Σάββατο του μήνα κυκλοφορεί με την Καθημερινή το περιοδικό “Φωτογράφος”. Η πρώτη στήλη είναι αφιερωμένη στην κριτική φωτογραφιών των αναγνωστών του περιοδικού. Η κριτική γίνεται απο επαγγελματίες φωτογράφους. Αποφάσισα να γράψω δυο λόγια για την κριτική και να τα στείλω στη στήλη της αλληλογραφίας. Σας παραθέτω το γράμμα μου.

Αγαπητέ Φωτογράφε,
Χαίρομαι που εδώ και αρκετό καιρό η στήλη με τις φωτογραφίες των αναγνωστών σου απέκτησε θεματικές ενότητες. Είναι έτσι πιο εύκολο και μάλλον πιο σωστό για να συγκριθούν οι διάφορες φωτογραφίες, ενω παλιά η στήλη φαινόταν πιο χαοτική. Άντε να βάλεις δίπλα σε ένα τοπίο ένα στιγμιότυπο ή ένα πορτραίτο και να αποφασίσεις ποιά είναι η καλύτερη φωτογραφία... είναι περίπου σαν να πορσπαθείς να συγκρίνεις αυτοκίνητα με κατσαρόλες.
Παρόλα αυτά, ακόμα και στην ίδια θεματική ενότητα όμως παρατηρείται μερικές φορές μια σχετική αυθαιρεσία ως προς την κριτική κάθε φωτογραφίας. Για παράδειγμα, στο προηγούμενο τεύχος κάποια φωτογραφία υστερούσε σε ευκρίνεια και κάποια άλλη σε φωτεινότητα ή κοντράστ (δεν θυμάμαι). Με τα παραπάνω κριτήρια φαντάζομαι οτι η Julia Margaret Cameron, o Roy DeCarava ή ακόμα και ο Bresson θα κοβόντουσαν τελείως. Θα ήθελα να απευθυνθώ στους εκάστοτε κριτές της στήλης και να τους υπενθυμίσω οτι η φωτογραφία ή θα υπάρχει ή δεν θα υπάρχει. Αν μπορούν ας την κρίνουν για αυτό που είναι και όχι γιατι "ο ορίζοντας ήταν στραβός", για να μη σηκωθεί ο Winogrand απο τον τάφο του!
Αν απο την άλλη οι διάφοροι "κριτές" θεωρούν οτι ένα καλό πορτραίτο είναι το καθαρό πορτραίτο, ας μας το πούνε, ας το θέσουν σαν όρο μαζί με την θεματική ενότητα ώστε αν κάποιος έχει επίτηδες φλουταρισμένα πορτραίτα να μην τα στείλει. Βέβαια τώρα τίθεται θέμα για το που αποσκοπεί η στήλη αυτή. Προτιμά να παρουσιάζει φωτογραφίες "τεχνικά άρτιες" ή προτιμά να παρουσιάζει καλές φωτογραφίες; Θέλει οι αναγνώστες που υποβάλλουν τις φωτογραφίες τους για κριτική να είναι "τεχνικάτζες" ή φωτογράφοι;

Στο επόμενο τεύχος ο κ. Καλδής, φωτογράφος και πιθανότατα στέλεχος του περιοδικού, μου απάντησε τα παρακάτω.

“Η στήλη της φωτοκριτικής έχει επικοινωνιακό, συμβουλευτικό και αν θέλετε επιμορφοτικό χαρακτήρα. Το πιθανότερο είναι οτι δεν θα στείλουν υλικό φτασμένοι φωτογράφοι ή επαγγελματίες. Θα συμμετάσχουν όμως οι φίλοι της εικόνας που βρίσκονται στα πρώτα τους βήματα ή ακόμα και οι πιο ενθουσιώδεις που θέλουν την κρίση των άλλων, επιζητουν το σχόλιο και εκτιμούν τη γνώμη (χωρίς υποχρεωτικά να την συμμερίζονται, ίσως…). Για το λόγο αυτό, θα αναφέρουμε τον στραβό ορίζοντα, εκτός αν η φωτογραφία είναι τόσο προχωρημένη ώστε να έχει την δύναμη να τον αγνοεί. Η κουβέντα για μικρές ατέλειες, αν γίνει κατανοητή, έχει την δυναμική να φέρει βελτιώσεις και να ανεβάσει το επίπεδο. Γι’αυτό δεν μιλάμε, άραγε; “

Ήδη ένιωσα μεγάλη τιμή που δημοσιεύτηκε το γράμμα μου και ακόμα μεγαλύτερη που πήρα και απάντηση. Θα επιθυμούσα να ανοίξω έναν διάλογο με τον κ. Καλδή αλλά καταλαβαίνω οτι θα ήταν κατάχρηση αυτό να γίνει μέσω του περιοδικού.

Ο κ. Καλδής εν μέρει έχει δίκιο, εν μέρει. Ένας στραβός ορίζοντας σε μια φωτογραφία που θα έπρεπε να είναι ίσιος δεν στέκει. Ένας φωτογράφος που θέλει να τονίσει κάποια χαρακτηριστικά σε ένα πρόσωπο, αν η φωτογραφία του βγεί κουνημένη, ρισκάρει να αποτύχει. Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε οτι οι ερασιτέχνες (οι εραστές της τέχνης) και οι πιο ενθουσιώδεις φωτογράφοι παρουσιάζουν φωτογραφίες πολύ περισσότερο σημαντικές απο εκείνες των επαγγελματιών. Ουσιαστικά δεν υπάρχουν ερασιτέχνες και επαγγελματίες στην φωτογραφία. Υπάρχουν φωτογράφοι και μη φωτογράφοι. Για μένα δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο αν μια φωτογραφία που θαυμάζω είναι τραβηγμένη απο ερασιτέχνη ή απο επαγγελματία…κανείς δεν θα μπορούσε να το διακρίνει βλέποντας την, έτσι κι αλλιώς.

Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε οτι η Julia Margaret Cameron έτυχε να λάβει σαν δώρο απο τα παιδιά της μια φωτογραφική μηχανή όταν ήταν περίπου 50 χρονών και τότε αποφάσισε οτι θέλει να κάνει πορτραίτα των πιο κοντινών της προσώπων. Μόνη της αποφάσισε οτι τα πρόσωπα θα είναι κουνημένα (έτσι κι αλλιώς τότε ο χρόνος μιας λήψης ήταν μεγάλος). Όταν την κατηγόρησαν οτι οι φωτογραφίες της είναι κουνημένες είπε: ¨μα καλά, δεν καταλαβαίνουν οτι έτσι θέλω να είναι;“ Η Cameron δεν ήταν επαγγελματίας και μόνο μετά τον θάνατό της αναγνωρίστηκε σαν μεγάλη φωτογράφος.
Επίσης ο Winogrand, επαγγελματίας φωτογράφος και καθηγητής φωτογραφίας έλεγε ¨μπορώ να σας αποδείξω οτι σε καμία φωτογραφία μου ο ορίζοντας δεν είναι στραβός“.

Η φωτογραφία είναι μόνο 180 ετών. Θα μπορούσαμε εύκολα να πούμε οτι είναι παιδί της ζωγραφικής. Ποιός είναι αυτός που θέσπισε τους κανόνες βάσει των οποίων θα πρέπει να φωτογραφίζουμε; Δεν νομίζω οτι υπάρχει κάποιος. Ποιός απο τους μεγάλους δασκάλους μίλησε ποτέ για ίσιο ορίζοντα; Δεν νομίζω να τους ενδιέφερε τόσο. Ποιός είπε οτι τα πορτραίτα πρέπει να έχουν εκείνον τον συγκεκριμένο φωτισμό ή να είναι καθαρά και όχι κουνημένα; Κανένας.

Κανόνες στη φωτογραφία δεν υπάρχουν…όπως ούτε και στη ζωγραφική και στη γλυπτική. Η φωτογραφία είτε υπάρχει σαν γεγονός είτε δεν υπάρχει…είναι ανώφελο να λέμε οτι μια φωτογραφία θα ήταν καλύτερη αν ήταν τραβηγμένη αλλιώς…απλά θα ήταν μια άλλη φωτογραφία. Πώς θα ήταν; δεν ξέρουμε.
Άρα ό,τι κουβέντα γίνεται περι κοντράστ, περι κορεσμού, περι θωλότητας ή περι στραβού ορίζοντα είναι απλά μια άχρηστη φλυαρία.

Όταν έχεις να παραδώσεις φωτογραφική δουλειά σε πελάτη, πρέπει να είναι όπως τη θέλει εκείνος. Όταν όμως έχεις να δείξεις φωτογραφίες σε κάποιον που εκτιμάς τότε όλοι οι κανόνες είναι εντελώς ασήμαντοι.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Ο ντιλετάντης, ο μισθοφόρος και ο εραστής (ο καλός, ο κακός και ο άσχημος)


Τρεις έννοιες παρεξηγημένες και εντελώς τσακωμένες μεταξύ τους. Είναι ο “φωτογράφος της Κυριακής”, ο επαγγελματίας και ο ερασιτέχνης.
Μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά; να ταιριάξουν; υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους εκτός απο τον κοινό παρονομαστή που είναι η φωτογραφικά μηχανή;
        Ο πρώτος είναι η αφετηρία όλων μας. Ο “αρχάριος”, ο “χαζός”, το “ψάρι”… Λέγαμε  “μ’αρέσει η φωτογραφία” και τραβούσαμε μόνο στις γιορτές, άντε και σε καμια εκδρομή. Βέβαια ήμασταν υπερήφανοι για τη μηχανή μας. Τελευταία λέξη της τεχνολογίας…. Και ας γνωρίζαμε μόνο την λειτουργία του αυτόματου!
Η αρχέγονη μορφή του φωτογράφου, το βλαστοκύτταρο. Απο εκείνο το σημείο μόνο δυο πορείες μπορούμε να ακολουθήσουμε. Η πρώτη είναι να κάνουμε δυο-τρια βήματα ακόμα και να σταματήσουμε. Κάτι σαν προσκόλληση στα πρώτα στάδια ανάπτυξης. Μας αρέσει να τραβάμε φωτογραφίες αλλά δεν μας ενδιαφέρει τίποτα παραπάνω, μπορούμε να αρκεστούμε στην φωτογραφία που κάνουμε και σχεδόν πάντα μας αρέσουν όλες οι φωτογραφίες που βλέπουμε, είτε τις τραβήξαμε εμείς είτε άλλοι. Αν ήμασταν μουσικοί θα λέγαμε οτι “γρατζουνάμε που και που”.
Η δεύτερη πορεία έχει λίγα περισσότερα βήματα. Αρχίζουμε να μαθαίνουμε σιγά σιγά τις διάφορες ρυθμίσεις της μηχανής μας γιατί έχουμε δεί οτι στο αυτόματο δεν βγαίνει όπως θέλουμε. Συνεχίζουμε βέβαια να τραβάμε με μανία ηλιοβασιλέματα, παραλίες, λουλούδια, γάτες και τα παιδιά μας.
         Ο δεύτερος συνήθως είναι ένας πολύ καλός επιχειρηματίας που μερικές φορές μπορεί να γνωρίζει και αρκετά καλά πως λειτουργεί η μηχανή του. Για τον ντιλετάντη οι φωτογραφίες που βγάζει είναι απλά τέλειες. Άλλωστε αυτός είναι και ο σκοπός του. Να βγάζει φωτογραφίες με τις οποίες θα ευχαριστηθούν όλοι. Δεν είναι εύκολο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσο διάβασμα πρέπει να ρίξει ένας καλός επαγγελματίας πάνω στην ψυχολογία της μάζας. Δεν το λέω καθόλου ειρωνικά, ένας επαγγελματίας φωτογράφος πρέπει κάθε μέρα να ψάχνει να βρεί τρόπο να επιβιώσει, αλλιώς το φωτογραφείο που είναι στα 200 μέτρα θα του φάει τη δουλειά.
Βέβαια στην περίπτωση του επαγγελματία πιστεύω οτι το μεγαλύτερο βάρος της προσοχής του πηγαίνει στα προσόντα που χρειάζονται για να προχωρήσει η επιχείρηση και λιγότερο βάρος πάει στην ίδια τη φωτογραφία. Στον επαγγελματικό χώρο υπάρχει πολύς κόσμος που δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη φωτογραφία, ας πούμε οτι είναι ακόμα στο στάδιο του βλαστοκυττάρου αλλά μπορεί να διαθέτει άριστο επιχειρηματικό μυαλό και η δουλειά του να πηγαίνει άψογα. Ας μην τα ισωπεδώσουμε όμως όλα, δεν είναι πάντα έτσι. Υπάρχουν αρκετοί επαγγελματίες που απευθύνονται σ’ένα κοινό λίγο πιο εξοικειωμένο με τη φωτογραφία και κατά συνέπεια πιο απαιτητικό. Αν ήταν μουσικοί θα παίζαν απο σκυλάδικο μέχρι ροκ. Για αυτούς δεν υπάρχει καλύτερη φωτογραφία απο την δικιά τους.
            Ο τρίτος έχει μια σαδομαζοχιστική σχέση με τη μηχανή του αλλά και με τη ζωή γενικά. Είναι αυτός που έχει αφήσει πίσω τα ηλιοβασιλέματα και τα λουλούδια γιατί ξέρει πλέον οτι είναι πιο όμορφα όταν τα βλέπει χωρίς να μπαίνει η μηχανή μπροστά στα μάτια του και ψάχνει να δεί πως φαίνεται ο κόσμος μέσα απο το σκόπευτρο. Ψάχνει για γεωμετρίες και επικοινωνίες μεταξύ άσχετων θεμάτων μέσα στην ίδια φωτογραφία, σαν μια πιθανή συνομιλία τους. Είναι σαν ένα ερωτικό παιχνίδι που έχει όρια αλλά δεν έχει κανόνες. Πρόκειται για την έκφραση της δικής του αντίληψης γύρω απο τη ζωή. Για να τον καταλάβουμε πρέπει να έχουμε καλλιεργημένο μάτι και να αξιολογήσουμε την δουλειά του σαν σύνολο. Είναι μάταιο και λάθος να προσπαθήσουμε να βγάλουμε συμπέρασμα απο μια μόνο φωτογραφία του. Γι’ αυτό και ο ερασιτέχνης (ο εραστής της τέχνης) είναι κατανοητός απο ένα όλο και λιγότερο αριθμό φίλων της φωτογραφίας. Δεν πιστεύει οτι οι φωτογραφίες του είναι καλύτερες των άλλων, δεν τον ενδιαφέρει καν. Μερικές φορές μπορεί να πει “φωτογράφος εγω; οχι!”. Αν ήταν μουσικός θα ήταν συνθέτης της τζαζ. 

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Το παλιό καλό φιλμ και ο ψυχρός ψηφιακός αισθητήρας


Άργησα να μπω στην ψηφιακή εποχή. Όταν έμεινα χωρίς μηχανή βρέθηκα στο δίλημμα: μια slr αναλογική ή μια μικρή ψηφιακή; Οι παιδικές αναμνήσεις με ωθούσαν στην αναλογική ενώ η ευελιξία και η συντομία χρόνου με πηγαίναν στην ψηφιακή.

Η μαγεία του σκοτεινού θαλάμου με τη σιωπή, τη μυρωδιά των διαλυμάτων και το απαλό πορτοκαλί φως θα μου μείνει αξέχαστη αφού όταν ήμουν στο δημοτικό, μετά το παιχνίδι στην γειτονιά, έτρεχα στο υπόγειο γκαράζ του πατέρα μου το οποίο τα απογεύματα μεταμορφωνόταν σε εργαστήρι ζωγραφικής και τα βράδια σε camera scura. Τότε υπήρχε η σιωπηλή αναμονή του εμφανιστή, του στερεωτή και του πλυσίματος μέχρι να δείς το τελικό αποτέλεσμα. Για να μην πω για την χρονομέτρηση της προβολής πάνω στο χαρτί που γινόταν με πραγματικά κομμένη την ανάσα. Θυμάμαι οτι η όλη ωρολογία είχε πολύ πλάκα. Ο στερεωτής λεγόταν φιξατέρ, όπως μοτέρ, καρμπυρατέρ…ακουγόταν στα παιδικά μου αυτιά σαν κάτι υπερφυσικό. Επίσης όλα τα διαλύματα ονομάζονταν μπάνια, λες και τα φωτογραφικά χαρτιά έκαναν αφρόλουτρο…

Ήταν όλα σαν μια ιεροτελεστεία, από το φόρτωμα του φιλμ στη μηχανή μέχρι την τοποθέτηση της φωτογραφίας κατω απο τη βρύση και το άπλωμα με τα ειδικά μανταλάκια. Όλα αυτά βέβαια γίνονταν στον ελεύθερο χρόνο, που τότε ήταν άφθονος. Επίσης υπήρχε και το ανάλογο κόστος για τη μηχανή προβολής, τα χημικά, τα χαρτιά και ό,τι άλλο ήταν αναγκαίο. Η φωτογραφία ανέκαθεν ήταν ακριβό σπορ.
Δεν ήθελα να αγοράσω ψηφιακή μηχανή. Θα έχανα όλη τη μαγεία της ιεροτελεστίας η οποία για ένα αρκετά ψυχαναγκαστικό άνθρωπο ήταν το παν. Απο την άλλη η ψηφιακή σου έδινε την ευκολία να τραβήξεις άπειρες φωτογραφίες και να τις δείς άμεσα. Γύριζες σπίτι σου και “τακ!” έβλεπες φωτογραφίες. Βέβαια όλες ήθελαν να περάσουν απο photoshop ώστε να “βελτιωθούν”, και αυτό αρχικά με ενοχλούσε ακόμα περισσότερο. Απο εκεί που έκανα με ευλάβεια ορισμένες κινήσεις τώρα να κάνω απλά κλικ; εξάλλου τι νόημα έχει η φωτογραφία που έχει υποστεί επεξεργασία στον υπολογιστή; Είναι απλά ένα κατασκεύασμα μιας μηχανής και όχι δικό μου.

Τελικά αγόρασα ψηφιακή. Ούτε χρόνο για εμφάνιση και εκτύπωση είχα, αλλά το πιο σημαντικό, ούτε τον χώρο για να στήσω σκοτεινό θάλαμο. Η μικρή και ικανότατη τότε ψηφιακή μηχανούλα μου με οδήγησε έπειτα στην αγορά μιας ερασιτεχνικής dslr. Τον ίδιο χρόνο έτυχε να ακολουθήσω τα σεμινάρια ενός αρκετά αυστηρού φωτογραφικού συλλόγου όσον αφορά την έννοια της φωτογραφίας. Εκεί κατάλαβα οτι είτε κάποιος ακολουθεί την πατροπαράδοτη μέθοδο είτε την πιο μοντέρνα, σημασία έχει το τελικό αποτέλεσμα. Έτσι κι αλλίως και στις δυο περιπτώσεις η τελική φωτογραφία είναι αποτέλεσμα επεξεργασίας – είναι λάθος να πιστεύουμε οτι αυτό γίνεται μόνο στην ψηφιακή. Το φίλμ απο τη στιγμή που θα εγκαταλείψει την μηχανή είναι καταδικασμένο σε επεξεργασία. Είναι αφέλεια να κατηγορούμε το photoshop σαν εργαλείο αλλοίωσης της εικόνας εκτός αν ο χειρισμός γίνεται απο γραφίστα και το τελικό αποτέλεσμα προορίζεται για διαφήμηση. Ο φωτογράφος ό,τι έκανε στον σκοτεινό θάλαμο το ίδιο κάνει και στον υπολογιστή, ας μη παραμυθιαζόμαστε. Φωτεινότητα, κοντράστ, και κροπ. Ακόμα και το κροπ είναι παρακινδυνευμένο.

Ο χρόνος περνάει, οι εποχές αλλάζουν. Η ασπρόμαυρη τηλεόραση δίνει τη θέση της στη φλατ lcd, το αναλογικό σήμα στο ψηφιακό, η σκάφη στο πλυντήριο, ο παγοπώλης στο ψυγείο, το άλογο στο αυτοκίνητο, τα σήματα καπνού στο κινητό τηλέφωνο. Και η ασπρόμαυρη και η lcd τα ίδια χάλια προγράμματα δείχνουν, και ο πάγος λιώνει και το ψυγείο σταματά απο μια διακοπή ρεύματος, και το άλογο και το αυτοκίνητο μπορούν να σε σκοτώσουν, και τα σήματα καπνού και οι ραδιομαγνητικές ακτινοβολίες προκαλούν καρκίνο…αν με μια αναλογική και με μια ψηφιακή μηχανή βγάζουμε τις ίδιες μάπα φωτογραφίες, τότε δεν πρέπει να τσακωνόμαστε για το ποιά είναι καλύτερη και πιο γνήσια. Και στις δυο περιπτώσεις είμαστε τουλάχιστον γραφικοί.

Η μηχανή είναι απλά το μέσο και όχι ο σκοπός. Οι μεγάλοι ζωγράφοι δεν κολλήσαν στο αν θα χρησιμοποιήσουν κηρομπογιά ή λαδομπογιά…

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Περί αυτομαστίγωσης


Στο φωτογραφικό μας σύλλογο συνήθως τις Πέμπτες γίνονται παρουσιάσεις φωτογραφιών απο διάφορα μέλη. Οι περισσότερες φωτογραφίες που προβάλλονται είναι αρκετά αξιόλογες και ευτυχώς εκείνες που είναι αδιάφορες είναι πάντα ένα κίνητρο για μια καλύτερη προσπάθεια αυτοκριτικής την επόμενη φορά. Το πιό σημαντικό είναι οτι πολλές φωτογραφίες είναι σαν ένα παράθυρο σ’έναν κόσμο που αν δεν το είχε απαθανατίσει ο φωτογράφος, ίσως να μη τον βλέπαμε ποτέ. Κι αυτό είναι κάθε φορά μια νεα συγκίνηση για εμάς τους θεατές.

Πολλοί απο τους νέους φωτογράφους (πέρασα κι εγώ απο κει) έκαναν στον εαυτό τους ερωτήσεις του στυλ “πώς του έκατσε αυτή η φωτογραφία;”, “πόσο τυχερός μπορεί να είναι για να έγινε αυτό το σκηνικό μπροστά του;”, “σε ποιό μέρος πηγαίνει και βγάζει τόσο καλές φωτογραφίες;”, “τι μηχανή είχε;”, και η πιο συχνή και αφελής ερώτηση: “τι διάφραγμα και χρόνο χρησιμοποίησε;”. Αρκετές φορές οι ίδιοι δίνουν απο μόνοι τους μερικές απαντήσεις του στυλ ¨αυτός πήγε εκεί, γι’αυτό έβγαλε αυτή τη φωτογραφία” , ή “αυτός είχε εκείνη τη μηχανή”, ή “αυτός έβαλε αυτό το διάφραγμα και αυτόν τον χρόνο”, ή “αυτός είχε εκείνο τον φακό”.

Και έτσι τρέχουν να πάρουν “εκείνη” τη μηχανή, “εκείνο” τον φακό, πάνε “σ’εκείνο το μέρος” και χρησιμοποιούν “εκείνες τις ρυθμίσεις”. Όλα αυτά δεν τα γράφω για να υποτιμήσω όλους όσους ξεκινάνε μια φωτογραφική πορεία – είπαμε, πέρασα κι εγώ απο κει και ίσως εκεί να βρίσκομαι ακόμα- ίσως να είναι και υποχρεωτικό μερικές φορές να περάσεις απο αυτή τη διαδικασία. Τα γράφω ίσως θέλοντας να τους προλάβω και να τους προστατέψω απο τις άσκοπες κινήσεις και αγορές που έκανα ο ίδιος. Αλλά όπως είπα μερικές φορές πρέπει να περάσεις απο κει. Άλλωστε μια εμπειρία την αποκτάς όταν τη βιώνεις και όχι όταν κάποιος προσπαθεί να στην περάσει.

Καλό είναι να έχεις μια καλή μηχανή και ένα καλό φακό, καλό είναι να μάθεις τις διάφορες ρυθμίσεις και όχι να τραβάς στο αυτόματο, καλό είναι να βγαίνεις έξω και να περπατάς ψάχνοντας για κάτι. Αλλά τα πιο σημαντικά πράγματα δεν είναι αυτά. Αν ήταν, όλοι θα έκαναν αξιόλογες φωτογραφίες.
Η μηχανή, ο φακός, οι ρυθμίσεις, το μέρος και οι καιρικές συνθήκες παίζουν πολύ σχετικό ρόλο στην καλή φωτογραφία. Ακόμα και το αν κάποιος διαθέτει “ταλέντο” δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει και τόσο πολύ. Υπάρχουν ταλαντούχα άτομα που παρουσιάζουν πολύ μέτριες δουλειές.

Το πιο σημαντικό πιστεύω είναι το μάτι του καθενός. Και πιο συγκεκριμένα το πως βλέπει ο καθένας απο μας τον κόσμο στον οποίον ζούμε. Η αντίληψη. Τα βιώματα. Το πως ζει ο καθένας απο μας. Γι’αυτό και δεν είναι δυνατόν να βάλουμε πλάι δυο φωτογράφους θέλοντας να τους συγκρίνουμε. Το κάθε φωτογραφικό γεγονός είναι μοναδικό και άκρως προσωπικό. Δεν τίθεται θέμα αν μας αρέσει ή όχι, δεν πρόκειται για μακαρόνια ή θαλασσινά. Μπορούμε να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε με την άποψη ενός φωτογράφου αλλά το αν μας αρέσει ή όχι δεν έχει νόημα εδώ.

Δεν μπορούμε να κάνουμε τη φωτογραφία που κάνει κάποιος άλλος γιατί απλά δεν είμαστε αυτός. Είναι αρα μάταιο να προσπαθούμε να κάνουμε την ίδια φωτογραφία αγοράζοντας την ίδια μηχανή με τον ίδιο φακό και πηγαίνοντας στα ίδια μέρη. Είναι ακόμα πιο μάταιο να βγαίνουμε απο το σπίτι μας με μια μηχανή και να ψάχνουμε κάτι που μπορεί να συμβεί. Αυτό προκαλεί μόνο άγχος και καταστρέφει την απόλαυση της ίδιας της διαδικασίας.

Ένας φίλος του Winogrand είπε μια φορά οτι “μόνο όταν είμαι μαζί του συμβαίνουν πράγματα”. Ο ίδιος ο Winogrand έλεγε οτι “νιώθω σαν να έχω το μοναδικό εισητήριο για μια παράσταση που ανέβηκε για μένα” και “όταν είμαι έξω, μέσα απ’το φακό βλέπω ζωή, όταν γυρίζω σπίτι βλέπω φωτογραφίες”. Ο Bresson είπε “δεν χρειάζεται να κάνεις τόσο δρόμο για να φωτογραφήσεις. Φωτογραφία υπάρχει παντού, αρκεί να τη δεις.”

Ας φροντίσουμε λοιπόν να καλλιεργήσουμε την όρασή μας και όλα τα υπόλοιπα θα έρθουν. Εξάλλου σε ό,τι κι αν κάνουμε στη ζωή μας τα πρώτα 150 χρόνια είναι δύσκολα…

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Andrei Tarkovsky: Αποσπάσματα από το βιβλίο του «Σμιλεύοντας τον χρόνο»


Η γέννηση και ανάπτυξη τής σκέψης έχει δικούς της νόμους, και ορισμένες φορές απαιτεί μορφές έκφρασης διαφορετικές από τα πρότυπα τής λογικής σκέψης. Κατά τη γνώμη μου ο ποιητικός συλλογισμός είναι πιο κοντά στους νόμους με τους οποίους αναπτύσσεται η σκέψη, επομένως πιο κοντά στην ίδια τη ζωή.  Όταν λέω ποίηση δεν εννοώ κάποιο λογοτεχνικό είδος. Ποίηση είναι ένας ξεχωριστός τρόπος να συνειδητοποιείς τον κόσμο, να συνδέεσαι με την πραγματικότητα. Η ποίηση λοιπόν γίνεται φιλοσοφία που καθοδηγεί τον άνθρωπο όλη του τη ζωή.
Ορισμένες στιγμές τής ανθρώπινης ζωής μόνο με την ποίηση μπορούν να αναπαρασταθούν πιστά.


Η τέχνη λοιπόν, όπως και η επιστήμη, είναι μέσο για να αφομοιώσουμε τον κόσμο, αποτελεί εργαλείο γνώσης τού κόσμου στη διαδρομή των ανθρώπων προς την «απόλυτη αλήθεια».
Αλλά εδώ σταματά κάθε ομοιότητα ανάμεσα στις δύο ενσαρκώσεις τής επινοητικότητας τού ανθρώπινου πνεύματος με τις οποίες ο άνθρωπος δεν ανακαλύπτει απλώς, παρά δημιουργεί. Για την ώρα ας σημειώσουμε ότι οι αρχές που διέπουν τις δύο μορφές γνώσης, την επιστημονική και την αισθητική, διαφέρουν, αποκλίνουν σημαντικά.
Με την τέχνη κατακτά ο άνθρωπος την πραγματικότητα μέσα από μια υποκειμενική εμπειρία. Στην επιστήμη, η ανθρώπινη γνώση τού κόσμου προχωρεί ανεβαίνοντας μιαν ατέλειωτη κλίμακα, όπου νέες γνώσεις αντικαθιστούν τις παλαιές και συχνότατα η μία ανακάλυψη αναιρείται από την επόμενη, για χάρη μιας συγκεκριμένης αντικειμενικής αλήθειας. Η καλλιτεχνική ανακάλυψη παρουσιάζεται κάθε φορά σα νέα και μοναδική εικόνα τού κόσμου, σαν ιερογλυφικό τής απόλυτης αλήθειας. Εμφανίζεται σαν αποκάλυψη, σαν στιγμιαία παράφορη επιθυμία να γνωρίσουμε διαισθητικά και διαμιάς όλους τού νόμους τού παρόντος κόσμου – την ομορφιά και την ασχήμια του, τη συμπόνια και τη σκληρότητά του, την απεραντοσύνη και τα όριά του. Όλα αυτά ο καλλιτέχνης, αυτός ο sui generis ιχνευτής τού απόλυτου, τα εκφράζει δημιουργώντας την εικόνα. Η εικόνα προσφέρει μια γνώση τού απείρου: το αιώνιο μες στο πεπερασμένο, το πνεύμα στην ύλη, το απεριόριστο με συγκεκριμένη μορφή.


Ακόμα κι αν μια επιστημονική ανακάλυψη φανεί αποτέλεσμα έμπνευσης, ή έμπνευση τού επιστήμονα δεν έχει τίποτα το κοινό με την έμπνευση τού ποιητή. Γιατί η εμπειρική διαδικασία τής διανοητικής γνώσης δεν μπορεί να εξηγήσει πώς γεννιέται μια καλλιτεχνική εικόνα – εικόνα μοναδική, αδιαίρετη, επινοημένη σε διαφορετικό επίπεδο από τη νόηση. Κι εδώ τίθεται υπό αμφισβήτηση η ορολογία.
Στην επιστήμη τη στιγμή τής ανακάλυψης η διαίσθηση αντικαθιστά τη λογική. Στην τέχνη όπως και στη θρησκεία, η διαίσθηση ισοδυναμεί με πεποίθηση, με πίστη. Είναι κατάσταση τού νου και όχι τρόπος σκέψης. Η επιστήμη είναι εμπειρική, ενώ τη σύλληψη τής εικόνας την καθορίζει η δυναμική τής αποκάλυψης. Πιο συγκεκριμένα μιλώ για ξαφνικές εκλάμψεις, σα να ανοίγουν πρώτη φορά τα μάτια μας, όχι όμως ως προς κάτι επιμέρους, αλλά ως προς το σύνολο, το άπειρο, ό,τι δεν ταιριάζει με την ενσυνείδητη σκέψη.
Η τέχνη δεν σκέφτεται λογικά ούτε διατυπώνει κάποια λογική τής συμπεριφοράς. Εκφράζει το δικό της πιστεύω. Αν στην επιστήμη είναι δυνατόν να αιτιολογήσει κανείς την αλήθειας μιας περίπτωσης και να την αποδείξει λογικά στους αντιπάλους του, στην τέχνη, είναι αδύνατον να πείσεις κάποιον άλλο ότι έχεις δίκιο αν οι εικόνες σου τον άφησαν αδιάφορο, αν δεν κατάφεραν να τον κερδίσουν με μια νέα αλήθεια για τον κόσμο και τον άνθρωπο, αν, μόνος απέναντι στο έργο, απλούστατα βαρέθηκε. 


Ο ποιητής δεν χρησιμοποιεί «περιγραφές» τού κόσμου, συμμετέχει στη δημιουργία του.


Το άπειρο δεν μπορεί να γίνει ύλη. Αλλά μπορούμε να δημιουργήσουμε την ψευδαίσθηση τού απείρου: την εικόνα.
Ασχήμια και ομορφιά περιέχουν η μία την άλλη. Αυτό το θαυμαστό παράδοξο, με όλο τον παραλογισμό του, διαποτίζει την ίδια τη ζωή, και, δημιουργεί στην τέχνη την πληρότητα όπου ένταση και αρμονία γίνονται ένα. Η εικόνα κάνει χειροπιαστή μια ενότητα όπου πολύμορφα διαφορετικά στοιχεία συγκλίνουν και εφάπτονται. Μιλούμε για την εικόνα, περιγράφουμε με λόγια την ουσία της, αλλά αυτή η περιγραφή δεν είναι ποτέ επαρκής. Δημιουργούμε μια εικόνα και την κάνουμε αισθητή. Μπορεί να γίνει αποδεκτή ή όχι, δεν μπορεί όμως να γίνει κατανοητή εγκεφαλικά. Την ιδέα τού απείρου δεν την εκφράζει κανείς με λόγια ούτε την περιγράφει, αλλά μπορεί να τη συλλάβει μέσω τής τέχνης που κάνει χειροπιαστό το άπειρο. Στο απόλυτο φτάνει κανείς με την πίστη και τη δημιουργική πράξη.
Ο μόνος όρος τού αγώνα για το δικαίωμα στη δημιουργία είναι η πίστη στην κλίση σου, η ετοιμότητα να υπηρετήσεις και η άρνηση να συμβιβαστείς. Η καλλιτεχνική δημιουργία απαιτεί από τον καλλιτέχνη να «χαθεί εντελώς» με την απόλυτη, τραγική έννοια τής έκφρασης αυτής.


Είναι λάθος όταν λέμε ότι ο καλλιτέχνης «αναζητά» το θέμα του. Στην πραγματικότητα το θέμα αναπτύσσεται σαν καρπός μέσα του και αρχίζει να απαιτεί έκφραση. Είναι κάτι σαν τοκετός. Ο ποιητής δεν μπορεί να υπερηφανευτεί για τίποτα, δεν είναι κύριος τής κατάστασης παρά υπηρέτης. Η δημιουργική εργασία είναι η μόνη εφικτή μορφή ύπαρξής του, και κάθε έργο του είναι σαν πράξη που δεν έχει τη δυνατότητα να την ακυρώσει. Για να γνωρίζει ότι η διαδοχή αυτών των πράξεων είναι η πρέπουσα και η σωστή, ότι βρίσκεται στη φύση των πραγμάτων, πρέπει να πιστεύει σ’ αυτό που κάνει, γιατί μόνο η πίστη αρθρώνει το σύστημα εικόνων (διάβαζε: σύστημα ζωής).


Η ιδιαίτερη λειτουργία τής τέχνης δεν είναι όπως διατείνονται συχνά, να διαδίδει ιδέες, να μεταδίδει σκέψεις, να χρησιμεύει για παράδειγμα. Σκοπός τής τέχνης είναι να ετοιμάσει τον άνθρωποι για το θάνατο, να οργανώσει και να καλλιεργήσει την ψυχή του, κάνοντάς τη να στραφεί στο καλό.


Όταν μάς συγκινήσει ένα αριστούργημα, αρχίζουμε να ακούμε το ίδιο κάλεσμα τής αλήθειας που ώθησε και τον καλλιτέχνη στη δημιουργική του πράξη. Ο δέκτης ενός καλλιτεχνικού έργου, δέχεται ένα μοναδικό, καθαρτήριο τραύμα, όταν δημιουργηθεί δεσμός ανάμεσα σ’ αυτόν και το έργο. Μέσα σ’ αυτό το φέγγος που ενώνει αριστουργήματα και κοινό γνωρίζουμε τις καλύτερες πλευρές τής ψυχής μας και ποθούμε να τις ελευθερώσουμε. Τέτοιες στιγμές αναγνωρίζουμε και ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας, το απροσμέτρητο βάθος τού δυναμικού μας και την τελική έκταση των αισθημάτων μας.


Το ωραίο και το ολοκληρωμένο στην τέχνη, δηλαδή ό,τι χαρακτηρίζει το αριστούργημα – το βλέπω εκεί όπου είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις ή να διαλέξεις το παραμικρό στοιχείο στη μορφή ή στο περιεχόμενο χωρίς να ζημιώσεις το σύνολο. Σ’ ένα αριστούργημα κανένα συστατικό δεν έχει το προβάδισμα. Δεν μπορείς να «πιάσεις τον καλλιτέχνη στο παιχνίδι του» και να διατυπώσεις για λογαριασμό του τους τελικούς σκοπούς και τους αντικειμενικούς στόχους του. «Η τέχνη έγκειται στο να μην την προσέχεις» γράφει ο Οβίδιος. Και ο Ένγκελς δήλωσε ότι «όσο πιο καλυμμένες είναι οι απόψεις τού συγγραφέα τόσο το καλύτερο για το έργο τέχνης».


Είναι φανερό ότι η τέχνη δεν μπορεί να διδάξει τίποτα, εφόσον επί τέσσερις χιλιάδες χρόνια η ανθρωπότητα δεν έμαθε απολύτως τίποτα.


Κάθε μορφή τέχνης γεννιέται και ζει σύμφωνα με τους δικούς της νόμους.


Ο καλλιτέχνης έχει καθήκον να είναι ήρεμος. Δεν έχει δικαίωμα να δείχνει τη συγκίνησή του, τη συμμετοχή του, να αδειάσει την ψυχή του στους θεατές. Κάθε συγκίνηση για κάτι πρέπει να αποκτήσει μορφή ολύμπιας αταραξίας. Μόνο έτσι θα μπορέσει να μιλήσει ο καλλιτέχνης για πράγματα που τον συγκινούν.


Πράγματι, είναι τόσο εύκολο να γυρίσεις όμορφα μια σκηνή μόνο για εφέ, για τον έπαινο των άλλων... Ωστόσο, αρκεί να κάνεις ένα και μόνο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, κι είσαι χαμένος.


Δεν υπάρχει πιο άσκοπο πράγμα από τη λέξη «έρευνα» όταν εφαρμόζεται σ’ ένα έργο τέχνης. Κρύβει ανικανότητα, εσωτερικό κενό, έλλειψη αληθινής δημιουργικής συνείδησης, ταπεινή ματαιοδοξία. «Ένας καλλιτέχνης που ερευνά»: αυτές οι λέξεις αποτελούν απλώς προκάλυμμα των μετριοτήτων όταν αποδέχονται δουλειά κατώτερης ποιότητας. Ένα πείραμα που μένει στο στάδιο τού πειράματος και δεν αποτελεί στάδιο στη διαδικασία παραγωγής ενός έργου, στάδιο που το διένυσε μόνος του ο καλλιτέχνης, δεν πετυχαίνει το στόχο τής τέχνης.


Πράγματι στην τέχνη τού δεύτερου μισού τού 20ου αιώνα έχει χαθεί το μυστήριο. Ό,τι θεωρείται σήμερα τέχνη είναι στο μεγαλύτερο του μέρος μύθος, γιατί αποτελεί πλάνη η πίστη ότι η μέθοδος μπορεί να γίνει το νόημα και ο σκοπός τής τέχνης. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι σύγχρονοι καλλιτέχνες σπαταλούν νωθρά τον καιρό τους επιδεικνύοντας τη μέθοδό τους.
Το ζήτημα τής πρωτοπορίας είναι ιδιομορφία τού 20ου αιώνα, μιας εποχής όπου η τέχνη χάνει σταθερά την πνευματικότητά της. Η κατάσταση είναι χειρότερη σήμερα στις πλαστικές τέχνες, που δεν έχουν πια καμιά πνευματικότητα. Η αποδεκτή άποψη είναι ότι η κατάσταση αυτή αντανακλά την αποπνευμάτωση τής κοινωνίας. Και βέβαια, στο επίπεδο απλού παρατηρητή αυτής τής τραγωδίας, συμφωνώ: ακριβώς αυτό αντανακλά. Η τέχνη όμως δεν είναι παρατήρηση, αλλά και υπέρβαση. Ρόλος της είναι να δίνει πνευματικό όραμα στην πραγματικότητα, όπως έκανε ο Ντοστογιέφσκι, ο πρώτος που έδωσε έκφραση στην εκδηλωμένη μόλις τότε αρρώστια τού αιώνα.
Η έννοια τής πρωτοπορίας στην τέχνη δεν έχει νόημα. Καταλαβαίνω τη σημασία της στον αθλητισμό, λόγου χάρη. Στην τέχνη όμως θα σήμαινε πως αποδέχομαι την ιδέα τής προόδου για την τέχνη. Παρόλο που η πρόοδος έχει σημαντική θέση στην τεχνολογία, τελειότερα μηχανήματα, που μπορούν να εκπληρώσουν τη λειτουργία τους πιο καλά και πιο σωστά – πώς μπορεί να θεωρηθεί κανείς πιο προωθημένος στην τέχνη; Μπορεί να πει κανείς ότι ο Τόμας Μαν είναι καλύτερος από τον Σαίξπηρ;
Συνήθως οι άνθρωποι μιλούν για πειραματισμό και έρευνα σε σχέση με την πρωτοπορία. Τι μπορεί να σημαίνουν όμως αυτοί οι όροι; Πώς πειραματίζεται κανείς στην τέχνη; Δοκιμάζεις κάτι για να δεις πού θα καταλήξει; Αν όμως δεν πετύχει, εμείς δεν βλέπουμε τίποτα άλλο από το ιδιωτικό πρόβλημα τού ανθρώπου που το πείραμά του απέτυχε. Το έργο τέχνης κουβαλάει μέσα του μια ακέραιη αισθητική και φιλοσοφική ενότητα, είναι οργανισμός που ζει και αναπτύσσεται σύμφωνα με τους δικούς του νόμους. Μπορεί κανείς να μιλήσει για πείραμα όταν αναφέρεται στη γέννηση ενός παιδιού; Είναι παράλογο και άηθες.


Η έρευνα ως διαδικασία (και μόνο έτσι μπορεί να τη δει κανείς) έχει την ίδια επίπτωση στο έργο που έχει σ’ ένα καλάθι μανιτάρια το να περπατάς στο δάσος με ένα καλάθι ψάχνοντας για μανιτάρια! Μόνο το γεμάτο καλάθι είναι έργο τέχνης. Το περιεχόμενο είναι πραγματικό και απόλυτο, ενώ ο περίπατος στο δάσος παραμένει προσωπική υπόθεση κάποιου που τού αρέσει το περπάτημα.


Ένα έργο γερνά εξαιτίας τής ενσυνείδητης προσπάθειας του να είναι εκφραστικό και σύγχρονο. Αυτά τα πράγματα δεν τα «πετυχαίνεις». Πρέπει να τα έχεις μέσα σου.


Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ολόκληρο το σύμπαν. Η ποιητική εικόνα όμως μπορεί να το εκφράσει ολόκληρο.


Η λειτουργία τής εικόνας, όπως είπε ο Γκόγκολ, είναι να εκφράσει την ίδια τη ζωή, όχι ιδέες ούτε απόψεις. Δεν σηματοδοτεί τη ζωή, δεν τη συμβολίζει, παρά τής δίνει σάρκα και οστά, εκφράζοντας τη μοναδικότητά της.


Όποιος προδίδει τις αρχές του δεν μπορεί ποτέ πια να έχει αγνή σχέση με τη ζωή. Συνεπώς, όταν ένας σκηνοθέτης λέει ότι θα φτιάξει μια εμπορική «σούπα» για να έχει μετά τη δύναμη και τα μέσα να γυρίσει την ταινία των ονείρων του απατάται οικτρά, ή κάτι χειρότερο: αυταπατάται. Ποτέ πια δεν θα κάνει την ταινία του.


Όποτε μιλούμε για «είδος» στον κινηματογράφο αναφερόμαστε κατά κανόνα σε εμπορικές ταινίες  - κωμωδία καταστάσεων, γουέστερν, ψυχολογικό δράμα, μελόδραμα, αστυνομική ταινία τρόμου, ή αγωνίας. Τι σχέση έχουν αυτά τα έργα με την τέχνη; Ανήκουν στα μέσα μαζικής ψυχαγωγίας και απευθύνονται στον μαζικό καταναλωτή. Δυστυχώς όμως αυτή είναι η μορφή τού κινηματογράφου σήμερα, σχεδόν διεθνώς, μια μορφή που έχει επιβληθεί εξωτερικά, για εμπορικούς λόγους. Στον κινηματογράφο μόνο ένας τρόπος σκέψης υπάρχει: ο ποιητικός. Μόνο με την ποιητική προσέγγιση λύνεται καθετί ασυμφιλίωτο και παράδοξο, μόνο έτσι γίνεται ο κινηματογράφος επαρκής τρόπος έκφρασης των σκέψεων και των αισθημάτων τού δημιουργού.
Η αληθινή κινηματογραφική εικόνα χτίζεται πάνω στην καταστροφή τού «είδους» αφού συγκρουστεί μαζί του. Και τα ιδεώδη που κατά τα φαινόμενα θέλει να εκφράσει ο καλλιτέχνης με τον κινηματογράφο δεν περιορίζονται προφανώς στις παραμέτρους ενός συγκεκριμένου «είδους».Ποιο είναι το «είδος» τού Μπρεσόν; Κανένα. Ο Μπρεσόν είναι Μπρεσόν. Είναι είδος από μόνος του. Και ο Αντονιόνι, ο Φελλίνι, ο Μπέργκμαν, ο Κουροσάβα, ο Ντοβζένκο, ο Βιγκό, ο Μιζογκούτσι, ο Μπουνιουέλ, - ο καθένας ταυτίζεται με τον εαυτό του. Ακόμα και η έννοια «είδος» είναι κρύα σαν τάφος.


Άλλο να είσαι αστείος και άλλο να κάνεις τον κόσμο να γελά. Για να συμπάσχει μαζί σου το ακροατήριο, δεν σημαίνει ότι θα εκβιάσεις τα δάκρυά του. Η υπερβολή γίνεται αποδεκτή μόνο ως δομικό στοιχείο τού συνόλου, ένα στοιχείο στο σύστημα εικόνων τής ταινίας, κι όχι τής μεθόδου της. Η γραφή τού δημιουργού δεν πρέπει να είναι βαριά, τονισμένη ή καλλιγραφική.


Η τέχνη είναι μέσο γνώσης, και γι αυτό τείνει πάντοτε προς τη ρεαλιστική αναπαράσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια νατουραλισμό ή ηθογραφία. (Το χορικό πρελούδιο σε σι ελάσσονα τού Μπαχ είναι ρεαλιστικό, επειδή εκφράζει ένα όραμα αλήθειας).


Βέβαια τα κριτήρια με τα οποία η τέχνη διακρίνεται από τη μη τέχνη, από το επίπλαστο, είναι τόσο σχετικά, τόσο ακαθόριστα και αναπόδεικτα, που τίποτε δεν εμποδίζει να θεωρηθούν αισθητικά κριτήρια τα καθαρά χρησιμοθηρικά μέτρα αξιολόγησης – μέτρα που τα υπαγορεύει η επιθυμία για το μέγιστο δυνατό εμπορικό κέρδος ή κάποιο ιδεολογικό κίνητρο. Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε μακριά από τον αυθεντικό σκοπό τής τέχνης.
Η φύση τής τέχνης είναι αριστοκρατική και βεβαίως επιλεκτική όσον αφορά την απήχησή της στο κοινό. Ακόμα και στις «συλλογικές» εκδηλώσεις της, όπως το θέατρο ή ο κινηματογράφος, η απήχησή της συνδέεται με τα βαθύτερα συναισθήματα ενός ανθρώπου που έρχεται σε επαφή με ένα έργο. Όσο πιο πολύ το σημαδεύουν και το συνεπαίρνουν το άτομο αυτά τα συναισθήματα, τόσο πιο σημαντική θέση θα κατέχει το έργο στην εμπειρία του.
Ωστόσο η αριστοκρατική φύση τής τέχνης δεν απαλλάσσει καθόλου τον καλλιτέχνη από την ευθύνη του απέναντι στο κοινό και, αν θέλετε, απέναντι στην ανθρωπότητα. Κάθε άλλο. Ο καλλιτέχνης, επειδή έχει πλήρη συνείδηση σε ποια εποχή και σε ποιον κόσμο ζει, γίνεται η φωνή αυτών που δεν μπορούν να διατυπώσουν ή να εκφράσουν την άποψή τους για την πραγματικότητα. 


Προσωπικά δεν μπορώ να καταλάβω το πρόβλημα τής λεγόμενης «ελευθερίας», ή «έλλειψης ελευθερίας» τού καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης ποτέ δεν είναι ελεύθερος. Από καμιά άλλη ανθρώπινη ομάδα δεν λείπει περισσότερο η ελευθερία. Τον καλλιτέχνη τον δεσμεύει το τάλαντο, η κλίση του.


Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί, και δεν έχει το δικαίωμα να κατεβαίνει σε κάποιο αφηρημένο, τυποποιημένο επίπεδο για χάρη μιας παρεξηγημένης αντίληψης που απαιτεί έργο πιο προσιτό και πιο κατανοητό. Διαφορετικά, θα οδηγούσε την τέχνη σε παρακμή – και εμείς θέλουμε να ανθεί η τέχνη, πιστεύουμε ότι ο καλλιτέχνης έχει ακόμα πολλές ανεξερεύνητες πηγές να ανακαλύψει και ότι το κοινό θα έχει ακόμα πιο σοβαρές απαιτήσεις – ή, εν πάση περιπτώσει, θέλουμε να το πιστεύουμε.
Ο Μαρξ είπε ότι, «για να απολαύσεις την τέχνη, πρέπει να είσαι καλλιτεχνικά διαπαιδαγωγημένος». Ο καλλιτέχνης δεν είναι δυνατό να θέτει στόχο του το να είναι κατανοητός – θα ήταν παράλογο όσο και το αντίθετό του: να προσπαθεί να είναι ακατανόητος.


Δεν είναι δυνατόν να κατανοούν όλοι εξίσου καλά έναν δημιουργό. Ωστόσο κάθε σκηνοθέτης δικαιούται να έχει τους δικούς του, λίγους ή πολλούς θιασώτες ανάμεσα στους θεατές τού κινηματογράφου. Αυτός είναι ο κανονικός όρος ύπαρξης τού μεμονωμένου καλλιτέχνη και όρος ανάπτυξης τής πολιτιστικής παράδοσης στην κοινωνία. Φυσικά, καθένας θέλει να βρει, όσο γίνεται περισσότερα συγγενικά πνεύματα που να τον εκτιμούν και να τον χρειάζονται. Δεν μπορεί όμως να υπολογίσει την επιτυχία του και να διαλέξει τις αρχές εργασίας του με τρόπο που να τη διασφαλίζουν. Όταν φροντίζει κανείς να ικανοποιήσει το κοινό, τότε πια μιλούμε για βιομηχανία διασκέδασης, για τον κόσμο τού θεάματος, για μάζες, για ό,τι άλλο θέλετε, αλλά σίγουρα όχι για τέχνη, η οποία υπακούει αναγκαστικά στους δικούς της νόμους ανάπτυξης, είτε μάς αρέσει είτε όχι.


Ένας σκηνοθέτης δεν έχει το δικαίωμα να κάνει προσπάθειες να γίνει αρεστός. Δεν έχει το δικαίωμα να αυτοπεριορίζεται στη δουλειά του για χάρη τής επιτυχίας, αλλιώς θα πληρώσει αναπόφευκτα το τίμημα: το σχέδιό του, ο στόχος του και η υλοποίησή τους δεν θα έχουν πια την ίδια σημασία γι αυτόν. Θα είναι σαν να έχει δεχτεί εξαρχής να χάσει το παιχνίδι. Ακόμα κι αν ξέρει εκ των προτέρων πως η δουλειά του δεν θα έχει πλατιά απήχηση, πάλι δεν έχει το δικαίωμα να επιφέρει αλλαγές σ’ αυτό που θέλησε να κάνει.


Όταν λέω ότι δεν μπορώ να επηρεάσω τη στάση τού κοινού απέναντί μου, προσπαθώ να διατυπώσω το δικό μου επαγγελματικό καθήκον, που είναι ολοφάνερο, απλούστατο: να κάνεις αυτό που πρέπει, να δώσεις ό,τι είναι δυνατόν να δώσεις και να κρίνεις τον εαυτό σου με τα πιο αυστηρά κριτήρια. Πώς να υπάρξει τότε θέμα να σκεφτείς για την «ικανοποίηση τού κοινού» ή να νοιαστείς να δώσεις στο κοινό «παράδειγμα προς μίμηση»; Ποιο κοινό; Τις ανώνυμες μάζες; Τα ρομπότ;
Δεν χρειάζονται πολλά για να αρέσει η τέχνη σε κάποιον: ψυχή ευαίσθητη, λεπτή, ευσυγκίνητη, ανοιχτή στο καλό και το ωραίο, ικανή για αυθόρμητη αισθητική εμπειρία. Στη Ρωσία το κοινό μου συμπεριλάμβανε πολλούς που δεν θα μπορούσαν να καυχηθούν για τις γνώσεις ή για τη μόρφωσή τους. Πιστεύω ότι η ευαισθησία απέναντι στην τέχνη δίνεται σε κάποιον τη στιγμή που γεννιέται, κι ύστερα εξαρτάται από την πνευματική του καλλιέργεια.


Αν αποδεχόμαστε άκριτα το γούστο των θεατών, προσπαθώντας να τους ευχαριστήσουμε, σημαίνει απλούστατα ότι δεν τους σεβόμαστε, ότι θέλουμε μόνο να πάρουμε τα λεφτά τους. Αντί να εκπαιδεύουμε το κοινό, προσφέροντάς του εμπνευσμένα έργα τέχνης, εκπαιδεύουμε τους καλλιτέχνες πώς να εξασφαλίζουν τα εισοδήματά τους. Από την άλλη πλευρά το κοινό θα εξακολουθήσει ανενόχλητα και αυτάρεσκα να πιστεύει πως έχει δίκιο – πεποίθηση που σπάνια είναι δικαιολογημένη. Η αποτυχία μας  να αναπτύξουμε τα κριτήρια τού κοινού σημαίνει τελικά ότι το μεταχειριζόμαστε με πλήρη αδιαφορία.


Όλα αυτά τα ανέφερα επειδή θέλω να τονίσω την πίστη μου ότι η τέχνη πρέπει να εμφορείται από τη δίψα τού ανθρώπου για το ιδεώδες, πρέπει να αποτελεί έκφραση αυτής τής προσπάθειάς του. Πρέπει να δίνει ελπίδα και πίστη στον άνθρωπο. Κι όσο πιο απελπιστικός είναι ο κόσμος στην εκδοχή τού καλλιτέχνη, τόσο πιο καθαρά πρέπει να δούμε ίσως το ιδεώδες που τον αντιπαλεύει, αλλιώς η ζωή μας γίνεται αβίωτη!


Ο καλλιτέχνης θέλει να κλονίσει εκ βάθρων τη σταθερότητα τής κοινωνίας για να πλησιάσει περισσότερο το ιδεώδες. Η κοινωνία αποζητά τη σταθερότητα, ο καλλιτέχνης το άπειρο. Τον καλλιτέχνη τον ενδιαφέρει η απόλυτη αλήθεια, γι αυτό κοιτάζει μπροστά και βλέπει τα πράγματα πιο γρήγορα από τους άλλους.


Έχω ανάγκη να νιώθω ότι σ’ αυτό τον κόσμο διαδέχομαι κάτι, κάποιον, ότι δεν βρίσκομαι τυχαία εδώ. Μες στον καθένα μας πρέπει να υπάρχει κάποια κλίμακα αξιών. Στον Καθρέφτη ήθελα να κάνω τους ανθρώπους να νιώσουν ότι ο Μπαχ, ο Περγκολέζι, το γράμμα τού Πούσκιν, το δύσκολο πέρασμα των στρατιωτών από τη λίμνη Σίβας και τα προσωπικά, οικεία γεγονότα, έχουν κατά κάποιον τρόπο ίση σημασία σαν ανθρώπινη εμπειρία. Για την πνευματική εμπειρία ενός ανθρώπου αυτό που συνέβη χτες μπορεί να σημαίνει το ίδιο με εκείνο που συνέβη στην ανθρωπότητα εκατό χρόνια πριν.


Πιστεύω ότι οι πληγές πάντοτε επουλώνονται μέσα από μια πνευματική κρίση. Αυτή η κρίση είναι απόπειρα να βρει κανείς τον εαυτό του, να αποκτήσει νέα πίστη. Είναι ο κλήρος κάθε ανθρώπου που έχει πνευματικούς στόχους. Δεν αποφεύγεται, εφόσον η ψυχή διψά για αρμονία και η ζωή είναι γεμάτη παραφωνία. Αυτή η διχοτόμηση αποτελεί το ερέθισμα για να κινηθούμε, την πηγή τού πόνου και ταυτόχρονα τής ελπίδας μας, επιβεβαίωση τού πνευματικού μας δυναμικού και βάθους.


Θεωρώ καθήκον μου να ερεθίζω τη σκέψη πάνω σε ό,τι ουσιαστικά ανθρώπινο και αιώνιο έχει κάθε ατομική ψυχή, πάνω σε πράγματα που ο άνθρωπος συνήθως τα προσπερνά, ακόμα και αν εξαρτάται από αυτά η μοίρα του. Ο άνθρωπος είναι απασχολημένος να κυνηγά φαντάσματα και να προσκυνά είδωλα. Στο τέλος όλα καταλήγουν σ’ ένα, και μάλιστα απλό στοιχείο, το μόνο στο οποίο μπορεί να υπολογίζει στη ζωή του: την ικανότητα να αγαπάει. Το στοιχείο αυτό μπορεί να αναπτυχθεί μες στην ψυχή και να γίνει ο υπέρτατος παράγοντας που καθορίζει το νόημα τής ζωής ενός ανθρώπου. Έργο μου είναι να κάνω τον θεατή που βλέπει τις ταινίες μου να συνειδητοποιήσει την ανάγκη του να αγαπάει και να τον αγαπούν, να καταλάβει ότι τον καλεί η ομορφιά κοντά της.


Δεδομένου ότι η τέχνη εκφράζει το ιδεώδες και τις βλέψεις τού ανθρώπου προς το άπειρο, δεν μπορούμε να τη ζέψουμε σε καταναλωτικούς στόχους χωρίς να βιάσουμε τη φύση της ... Το ιδεώδες αφορά πράγματα που δεν υπάρχουν στον κόσμο όπως τον γνωρίζουμε, παρά μάς υπενθυμίζει τι πρέπει να υπάρχει στο πνευματικό επίπεδο.


Τελικά, θα ‘θελα να εκμυστηρευτώ στον αναγνώστη ότι το μόνο που δημιούργησε ποτέ η ανθρωπότητα με πνεύμα αυταπάρνησης είναι η καλλιτεχνική εικόνα – και θέλω να με πιστέψει. Ίσως το νόημα κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας να βρίσκεται στην καλλιτεχνική συνείδηση, στην άσκοπη και ανιδιοτελή καλλιτεχνική πράξη.


Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Περι αγοράς φωτογραφικής μηχανής


Αγόρασα την πρώτη μου μηχανή όταν πήγαινα 3η γυμνασίου, λίγες μέρες πριν πάμε με το σχολείο 3ημερη εκδρομή στο Πήλιο. Οι επιλογές δεν ήταν και πολλές. Ουσιαστικά έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε 2-3 όπου η μόνη διαφορά τους ήταν στο χρώμα του πλαστικού.
20 χρόνια μετά αν δεν έχεις πιάσει ποτέ μηχανή στα χέρια σου τουλάχιστον πελαγώνεις. Σε όποιο μαγαζί με ηλεκτρονικά είδη κι αν βρεθείς θα σου δείξουν τουλαχιστον 30 διαφορετικές μηχανές. Για να μην μιλήσουμε για αναζήτηση στο ιντερνετ.
Πολλοί φίλοι με ρωτάνε για το ποιά μηχανή τους προτείνω να αγοράσουν. Θα απαντήσω γυρίζοντας πίσω στην αγορά της πρώτης μου ψηφιακής μηχανής. Τότε οι ψηφιακές κόστιζαν πολλά λεφτά, δεν είχαν και πολλές λειτουργίες και χαλάγαν και γρήγορα. Αν πάρουμε ως κριτήριο μόνο το οικονομικό τότε η χειρότερη μηχανή σήμερα είναι πολύ πιο φτηνή απο την τότε καλύτερη και έχει και ένα σωρό παραπάνω χαρακτηριστικά.
Ας έρθουμε όμως και στα υπόλοιπα κριτήρια που θα πρέπει να έχουμε πρίν αγοράσουμε μηχανή. Τώρα πια είτε θέλουμε να εκτυπώσουμε φωτογραφίες είτε δεν μας ενδιαφέρει, οι νέες μηχανές είναι εξοπλισμένες με αισθητήρες πολύ υψηλής ανάλυσης, οπότε ο πόλεμος των megapixels δεν πρέπει να μας επηρεάζει και σίγουρα δεν πρέπει να είναι ένα κριτήριο αγοράς.
Η δεύτερη μηχανή που αγόρασα ήθελα να έχει μεγάλο ζουμ και επίσης να μπορεί να τραβάει απο πολύ κοντά. Όντως εκείνη είχε τότε το μεγαλύτερο οπτικό ζουμ (12x) και επίσης τραβούσε και απο 1 cm απόσταση. Ήταν μια όχι πια τσέπης αλλά μια compact Minolta, αρκετά ακριβή. Οι μηχανές compact είναι το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ μηχανών τσέπης και ρεφλέξ (αλλιώς dslr). Οι τιμές τους ξεπερνούν λίγο τις πιο ακριβές τσέπης και πλησιάζουν τις πιο φτηνές dslr.
Με τον καιρό ανακάλυψα οτι χρειάζομαι μια μηχανή με καλή απόκριση σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού. Τότε χρειάστηκα μια dslr στην οποία μπορούσα να προσαρμόσω έναβ πιο φωτεινό φακό.
Στην τελευταία μου αγορά το κριτήριο ήταν το full frame.
Όσο περισσότερο φωτογραφίζουμε τόσο αλλάζουν και τα κριτήρια επιλογής. Αν είμαστε αρχάριοι ας ξεκινήσουμε με κάτι απλό και λιγότερο απαιτητικό. Αν απλά θέλουμε να κρατάμε μια μηχανή και να τη χρησιμοποιούμε τις Κυριακές και στις διακοπές μας, τότε η πιο φτηνή που υπάχει είναι η καλύτερη λύση. Αν θέλουμε λίγο απ’όλα, δηλαδή και λουλούδια και τοπία και πορτραίτα και μπανιστήρι τότε μια compact σίγουρα θα μας κρατήσει απασχολημένους για πολύ. Αν τέλος θέλουμε να προχωρήσουμε αναζητώντας τη φωτογραφία, τότε θα χρειαστούμε μια dslr με –κατά προτίμηση- ένα σταθερό φακό.  
Επιστρέφοντας στο οικονομικό κριτήριο και υποστηρίζοντας την αγορά οποιαςδήποτε μηχανής, θα ήθελα να επισημάνω οτι αν κάθε χρόνο δίνουμε ένα σωρό λεφτά για να έχουμε την τελευταία λέξη της τεχνολογίας στο κινητό μας, τότε θα πρέπει να σταματήσουμε να κλαψουρίζουμε για το κόστος των ψηφιακών μηχανών…θα μπορούσαμε βέβαια να τραβάμε φωτογραφίες και απο το super duper κινητό μας…

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Η πικρή ηδονή του delete


Πριν απο περίπου 15 χρόνια όταν διανύαμε τα τέλη της ρομαντικής εποχής του φιλμ, η φωτογραφική μηχανή δεν ήταν πια μόνο προνόμιο όσων είχαν κάποιο συγγενή στην Αμερική ή όσων ήταν πιο ευκατάστατοι οικονομικά. Μια φωτογραφική μηχανή υπήρχε σχεδόν σε όλα τα σπίτια. Η χρήση της βέβαια ήταν λίγο σπανιότερη, ίσως γιατί στο τσαντάκι της δεν χώραγαν πάνω απο 3 καρούλια, ίσως επίσης γιατί κανείς δεν τράβαγε περισσότερες φορές την ίδια πόζα. Βέβαια υπήρχαν και κάποιοι πολύ πιο παθιασμένοι που άλλαζαν 15 καρούλια την ημέρα.
Στην ψηφιακή εποχή που ζούμε, είναι πολύ σύνηθες σε κάθε οικογένεια το κάθε μέλος να έχει πλέον τη δική του φωτογραφική μηχανή. Τώρα πια δεν χρειάζεται χώρος για καρούλια, ούτε να τρέχουμε στο φωτογραφείο να τα αγοράσουμε. Δεν χρειάζεται να είμαστε φειδωλοί στα κλικ εκτός κι αν κοντεύει να γεμίσει η 16αρα κάρτα μας. Τώρα είμαστε ελεύθεροι. Ειδικά αν βρεθούμε σε εκστατική κατάσταση μπορούμε να τραβήξουμε και μια φωτογραφία ανα δευτερόλεπτο. Έτσι κι αλλιώς είναι δωρεάν. Όυτε για εμφάνιση θα πληρώσουμε, ούτε για εκτύπωση.
Τι γίνεται όμως όταν θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον τις φωτογραφίες για τις οποίες είμαστε περήφανοι; Όσες φορές στο παρελθόν έδειχνα φωτογραφίες, παρατηρούσα οτι μετά απο 5 λεπτά το μάτι του θεατή έβλεπε αλλά δεν κοίταζε. Καμιά φορά το στόμα του άνοιγε διάπλατα, καμιά φορά το βλέμμα κατηφόριζε προς το ρολόι του και πολύ πιο σπάνια ευτυχώς έβγαινε και κάποιο δάκρυ.  Κάποιος που μια φορά μου συστήθηκε σαν άρρωστος με τη φωτογραφία λέγοντας μάλιστα οτι στο σκληρό του δίσκο έχει 12 gb απο φωτογραφίες λουλουδιών. Φανταστείτε αν μας καλούσε σπίτι του να τις δούμε…
Για όλους αυτούς που αποθηκεύουν απλά τις φωτογραφίες τους, ένας σκληρός δίσκος είναι αρκετός και δεν πιάνει και πολύ φυσικό χώρο. Για όσους όμως βλέπουν τη φωτογραφία σαν απόσταγμα της ματιάς τους, τότε το delete είναι αναγκαστικό. Και δεν είναι ποτέ τόσο απλό.
Πίσω στα σχολικά χρόνια μια απο τις πιο δύσκολες ασκήσεις ήταν να γράψουμε μια περίληψη με πολλή ουσία και λιγότερες λέξεις. Σε ένα συνέδριο κάποιος ομιλητής είπε “συγγνώμη που δεν έχω το χρόνο να είμαι πιο γρήγορος”. Για να κρατήσουμε την ουσία της φωτογραφίας πρέπει να ξεφορτωθούμε οτιδήποτε δεν έχει να κάνει μ’αυτήν.
Γι’αυτό μια διεργασία που είναι πιο δύσκολη απο αυτή της φωτογράφησης, είναι η διαδικασία της επιλογής και ακόμα πιο δύσκολη αυτή του σβησίματος. Ειδικά στα πρώτα μας βήματα είμαστε πολύ δεμένοι συναισθηματικά με τις φωτογραφίες μας , τις βλέπουμε σαν καρπούς, σαν παιδιά μας. Με τον καιρό όμως έχουμε την ανάγκη να είμαστε όλο και λιγότερο φλύαροι. Γι’αυτό και όταν πρόκειται για τους μεγάλους φωτογράφους δεν τίθεται θέμα καλής ή κακής φωτογραφίας, αλλά φωτογραφίας και μη φωτογραφίας.
Στην ουσία φωτογραφία υπάρχει όταν μέσα απο αυτήν  ανοίγονται ταυτόχρονα δυο παράθυρα, ένα προς τον θεατή και ένα προς τον ίδιο τον φωτογράφο. Ο Henri Caretier Bresson στο βιβλίο του “Αποφασιστική στιγμή” μας εξηγεί οτι φωτογραφία υπάρχει όταν η καρδιά, το μάτι και το χέρι μας βρεθούν στην ίδια ευθεία.
Εδώ όμως προκύπτει ένα άλλο πρόβλημα. Όσο πιο ουσιώδεις γίνουμε τόσο λιγότεροι θα καταλάβουν τη φωτογραφία μας. Είναι σαν να μιλάμε μια απο τις πολλές διαλέκτους μιας δύσκολης ξένης γλώσσας. Γιατί περί ξένης γλώσσας πρόκειται.
Γι’αυτό δεν είναι δυνατόν να χρισιμοποιούμε ταυτόχρονα τις έννοιες “καλλιτεχνική” και “επαγγελματική” φωτογραφία. Δεν μπορούν αυτές οι έννοιες να συνυπάρξουν και δεν πρέπει άλλωστε.